Πριν λίγες ημέρες διάβασα μία ωραία συνέντευξη. Μιλάει ένας καταξιωμένος μοντέρ για το τι είναι το μοντάζ. Δεν είναι απλά κάποιος που ξέρει ένα πρόγραμμα, πατάει κουμπάκια και τέλος.
Τι είναι μοντάζ; Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε το καλό από το κακό μοντάζ και ποια είναι ακριβώς η δουλειά του μοντέρ; Έκοψα τα πολλά πολλά και έβαλα τα καλύτερα αποσπάσματα της συνέντευξης.
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο μοντέρ της ταινίας «Interruption» του Γιώργου Ζώη και ένας από τους καλύτερους Έλληνες μοντέρ, μας αποκαλύπτει τα μυστικά μιας άγνωστης κινηματογραφικής ειδικότητας, αλλά εξαιρετικά σημαντικής για την ποιότητα και την αισθητική μιας ταινίας.
Συνέντευξη στον Ορέστη Ανδρεαδάκη
Οι περισσότεροι κινηματογραφόφιλοι μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν τη διαφορά ανάμεσα σε μια καλή ή κακή φωτογραφία, ερμηνεία, μουσική. Μπορούν όμως να ξεχωρίσουν τη διαφορά ανάμεσα σε ένα καλό ή κακό μοντάζ; Και με τι κριτήρια βραβεύεται ένας μοντέρ;
Ζητήσαμε από τον εξαιρετικό μοντέρ Γιάννη Χαλκιαδάκη να μας βοηθήσει!
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης γεννήθηκε στην Κρήτη, σπούδασε στο Λονδίνο και έχει βραβευτεί για τη δουλειά του στο «Wasted Youth» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και τον «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Πολλές από τις ταινίες που έχει μοντάρει προβλήθηκαν στα Φεστιβάλ Καννών, Βενετίας, Σάντανς και Βερολίνου και ανάμεσα στις 44 δουλειές του σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους ξεχωρίζουν η «Στρέλλα» του Πάνου Χ.Κούτρα, το «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη και η «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ.
Η Τέχνη του Μοντάζ
Θα ήθελα να αρχίσουμε ένα ορισμό του μοντάζ;
Το μοντάζ είναι η συναρμογή των πλάνων, το καθένα από τα οποία καταγράφει μια ενότητα χρόνου. Αν η ταινία είναι μια ολόκληρη ημέρα, τα πλάνα είναι οι στιγμές της ημέρας. Και όταν τα βάλεις σε μια σειρά παράγουν την ταινία. Οπότε το μοντάζ είναι κάτι σαν ένα κολάζ χρόνου: η σύνθεση όλων αυτών των χρονικών στιγμών που φτιάχνουν την ημέρα.
Το μοντάζ και η σκηνοθεσία όμως είναι αδιαχώριστα
Ναι βέβαια. Βλέποντας μια ταινία είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσεις ποια είναι η πρόθεση του σκηνοθέτη και ποια είναι η πρόθεση του μοντέρ.
Θα κάνω λοιπόν τον δικηγόρο του διαβόλου και θα σε ρωτήσω γιατί ο σκηνοθέτης χρειάζεται τον μοντέρ; Μόνο για τεχνικούς λόγους;
Ο μοντέρ δεν είναι τίποτα άλλο από τον πρώτο θεατή της ταινίας. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, αυτός που ανοίγει την πόρτα προς το κοινό. Είναι το πρώτο μάτι που θα δει την ταινία. Με αυτήν την έννοια είναι απαραίτητος.
Αν εσύ, ως ειδικός, κλιθείς σε μια κριτική επιτροπή για να ψηφίσεις το καλύτερο μοντάζ της χρονιάς, με τι κριτήρια θα ψήφιζες;
Καταρχάς δεν έχω συμμετάσχει σε επιτροπές- είναι κάτι που αποφεύγω. Αν ήμουν υποχρεωμένος όμως, θα ξεκινούσα από την ταινία, διότι μια καλή ταινία έχει σίγουρα καλό μοντάζ. Αυτό είναι αξίωμα.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μια κακή ταινία έχει και κακό μοντάζ- μπορεί να έχει και καλό. Αλλά σίγουρα μια καλή ταινία έχει καλό μοντάζ.
Δεν είναι τυχαίο δηλαδή που το Όσκαρ ‘Μοντάζ’ πηγαίνει συνήθως μαζί με το Όσκαρ ‘Καλύτερης Ταινίας’. Είναι μια σίγουρη επιλογή αυτό, διότι το μοντάζ πρέπει να εξυπηρετεί την αφήγηση της ταινίας.
Πως μπορεί ένας θεατής να συνειδητοποιήσει αν η ταινία που βλέπει έχει καλό μοντάζ;
Ακριβώς όταν δεν προσέχει το μοντάζ! Διότι το μοντάζ, όπως και κάποιες άλλες ειδικότητες του σινεμά -το μακιγιάζ για παράδειγμα- δεν πρέπει να φαίνονται. Δηλαδή, όσο δεν σε απασχολεί το μοντάζ, τόσο πιο πετυχημένο είναι.
Όλη η τέχνη του μοντάζ βασίζεται στο πώς να μείνει κρυφό. Δηλαδή να αισθάνεσαι ότι η ροή από το ένα πλάνο στο άλλο είναι τελείως φυσιολογική, ότι δεν «πηδάει» έτσι ώστε να μπορείς ανενόχλητος να παρακολουθήσεις την ταινία.
Μας είπες τι «δεν πρέπει να προσέχει» ο θεατής. Εγώ όμως θα ήθελα να μας πεις τι «πρέπει να προσέχει». Δώσε μου ένα παράδειγμα, ή ένα μικρό μυστικό.
Ένα τέτοιο παράδειγμα για να εκτιμήσουμε το καλό μοντάζ, είναι οι σκηνές διαλόγου. Πάρτε μια απλή σκηνή διαλόγου- ας πούμε δύο άνθρωποι μιλάνε γύρω από ένα τραπέζι. Ε, αυτή η σκηνή είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για να μπορέσει κάποιος να δει την ικανότητα του μοντέρ.
Επειδή έχουμε την αντιπαράθεση δύο πλάνων- το πλάνο του ενός και το πλάνο του άλλου- ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι το δια ταύτα της σκηνής και τα συναισθήματα των ηρώων είναι τελικά και ο ρυθμός που σου επιτρέπει να μπεις στον χαρακτήρα τους και να παρακολουθήσεις την εξέλιξη. Αυτό πρέπει να προσέξει ο θεατής.
Το καλό μοντάζ δηλαδή αναδεικνύει και την καλή ερμηνεία των ηθοποιών
Ναι το καλό μοντάζ αναδεικνύει μια καλή ερμηνεία. Όσο αξεδιάλυτο είναι το μοντάζ από την σκηνοθεσία άλλο τόσο είναι και από μια καλή ερμηνεία.
Αν δεις το αρχικό υλικό έτσι όπως έρχεται από το γύρισμα, μπορεί και να μην εντυπωσιαστείς από τις ερμηνείες των ηθοποιών, διότι είναι κάπως αποσπασματικές.
Όταν όμως η ταινία αρχίζει να μοντάρεται και να παίρνει φόρμα μένεις έκπληκτος διότι είναι σαν να μαζεύεις την καλύτερη έκφραση και την καλύτερη κίνηση του κάθε ηθοποιού από τις διαφορετικές λήψεις και να ολοκληρώνεις τον χαρακτήρα.
Νομίζω ότι κάποιοι ηθοποιοί στο Χόλιγουντ έχουν ιδιαίτερη σχέση με κάποιους μοντέρ, τους αγαπάνε πάρα πολύ γιατί καταλαβαίνουν ότι χάρις σε αυτούς σμιλεύεται η ερμηνεία τους.
Το καλό μοντάζ είναι σαν ένας καλός καθρέφτης και για τους ηθοποιούς.
Ο Μαυροψαρίδης και…οι άλλοι
Υπάρχουν κάποιοι μεγάλοι μοντέρ που εσύ θεωρείς δασκάλους;
Καταρχάς υπάρχει ένας Έλληνας, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης που είναι και μέντοράς μου κατά κάποιο τρόπο, τον οποίο θαυμάζω και θεωρώ εξαιρετικό μοντέρ. (σ.σ. ο Γιώργος Μαυροψαρίδης έχει μοντάρει τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, τους «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού, την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη κ.α.)
Ποια είναι η μεγάλη αρετή του Μαυροψαρίδη;
Έχει ένα πολύ ιδιαίτερο ένστικτο αφήγησης. Δηλαδή νομίζω ότι προωθεί τέλεια τον διάλογο ανάμεσα στο «τι καταλαβαίνω» και το «τι δεν καταλαβαίνω» σε μια αφήγηση.
Και τον προωθεί με έναν τρόπο που καταφέρνει να σε ενδιαφέρει αλλά να είναι ταυτόχρονα και κάπως κρυπτικό και να προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον. Αυτό βρίσκω πολύ ωραίο στον Γιώργο και φυσικά έχει έναν πάρα πολύ ωραίο ρυθμό στην αφήγηση του.
Και από τους ξένους;
Ο Αμερικανός Σαμ Ο’Στιν που έχει μοντάρει το «Μωρό της Ρόζμαρι» και άλλες ταινίες του Ρομάν Πολάνσκι και πάρα πολύ καλό αμερικανικό και ανεξάρτητο σινεμά τον οποίο θεωρώ εξαιρετικό.
Επίσης ο θρυλικός Γουόλτερ Μερτς («Αποκάλυψη Τώρα», «Ο Αγγλος Ασθενής», «Η Συνομιλία»), ο Πολ Χιρς που είχε κάνει ταινίες του Ντε Πάλμα («Κάρι: Εκρηξη Οργής», «Blow Out», «Επικίνδυνη Αποστολή») οι οποίες διακρίνονται για το καλό τους μοντάζ. Υπάρχει η Αν Kόουτς που κέρδισε το Όσκαρ για τον «Λόρενς της Αραβίας») και ήταν υποψήφια για τον «Άνθρωπο Ελέφαντα» του Ντέιβιντ Λιντς η οποία είναι από τις πολύ αγαπημένες μου ταινίες και μονταζικά θεωρώ ότι έχει μια ισορροπία φανταστική για ένα σύγχρονο μελόδραμα.
Interruption: Συνθέτοντας την παράσταση
Πώς δουλέψατε με τον Γιώργο Ζώη στο μοντάζ «Interruption»; Και από ποιο σημείο αρχίσατε να δουλεύετε; Διότι ξέρω ότι πολλοί μοντέρ δουλεύουν με τον σκηνοθέτη και από το σενάριο.
Με τον Γιώργο είχαμε ξεκινήσει ως φίλοι να δουλεύουμε μαζί από το σενάριο. Δηλαδή, με αρκετούς σκηνοθέτες που είναι φίλοι δουλεύω από πριν και γενικά νομίζω ότι είναι ωφέλιμο αυτό.
Είχαμε λοιπόν δουλέψει αρκετά μαζί, ήδη από την συγγραφή του σεναρίου. Κουβεντιάζαμε, ανταλλάσσαμε ιδέες, υπήρχαν παρατηρήσεις. Νομίζω ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που έχουν μείνει στην ταινία που είναι σπόροι δικοί μου. Και σε άλλες ταινίες έχει συμβεί αυτό με φίλους-συνεργάτες.
Πήγες και στο γύρισμα της ταινίας;
Στο γύρισμα πέρασα λίγο. Δεν μου αρέσει να πηγαίνω στα γυρίσματα. Νομίζω ότι ο μοντέρ καλό είναι να αποφεύγει τα γυρίσματα. Δεν θέλεις να έχεις εμπλοκή με τον κόπο του πλάνου γιατί απλά το κριτήριό σου πρέπει να είναι άλλο. Πρέπει να μπορείς να το πετάξεις εύκολα αν χρειαστεί. Δεν θέλεις να έχεις συναισθηματική σχέση με το γύρισμα.
Κι όταν πια φτάσατε στο «τραπέζι του μοντάζ» πώς δουλέψατε;
Στο τραπέζι του μοντάζ νομίζω οι περισσότεροι μοντέρ προτιμούν να δουλεύουν μόνοι τους. Δηλαδή ο σκηνοθέτης καλό είναι να μπορεί να είναι λίγο σιωπηλός. Ο Γιώργος βέβαια δεν είναι κανένας πολύ σιωπηλός άνθρωπος. Δουλέψαμε όμως πάρα πολύ καλά μαζί επειδή έχουμε και την σχέση που έχουμε.
Εγώ είχα ξεκινήσει νωρίτερα διότι μου αρέσει να κάνω ένα πρώτο cut της ταινίας μόνος μου και μετά να δουλεύω με τον σκηνοθέτη.
Κάπως έτσι έγινε και με τον Ζώη. Μέχρι να ολοκληρώσει το γύρισμα, εγώ είχα ολοκληρώσει σχεδόν ένα πρώτο cut. Αυτό το πρώτο cut -που είναι ας πούμε μια πρώτη μορφή βασικά- σε φέρνει λίγο στο ίδιο επίπεδο με τον σκηνοθέτη. Σε επίπεδο γνωριμίας με το υλικό. Αποκτάς πια και εσύ μια σχέση.
Οπότε ο διάλογος μπορεί να γίνει κανονικός διάλογος. Δηλαδή έχεις τα επιχειρήματά σου και επίσης αντιλαμβάνεσαι τα επιχειρήματα του σκηνοθέτη. Αυτό με βοηθάει γενικά.
Και μετά καθίσαμε μαζί για πολλούς μήνες, ήταν μια ταινία με αρκετό υλικό λόγω πολλών χαρακτήρων και είχε και αυτήν την ιδιαιτερότητα ότι είναι σαν real time καταγραφή. Έχει μια ενότητα χώρου.
Οπότε σε επίπεδο σύνθεσης δεν ήταν ακριβώς δύσκολο γιατί υπήρχε μια κλειδωμένη δομή κατά κάποιο τρόπο. Απλώς ήταν πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος που έπρεπε να αντιληφθούμε τον ρυθμό μέσα σε αυτό το θέατρο όπου διαδραματίζεται, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ενδιαφέρον.
Εσένα τι σου έμεινε από όλα αυτά;
Όλο τη συνέντευξη μπορείς να τη διαβάσεις εδώ… http://www.cinemag.gr/article.asp?catid=38364&subid=2&pubid=130280788#comments